ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ

3.
ΓΟΒΑ ΣΤΙΛΕΤΟ

.......


Επανέρχομαι τώρα στα της Λουκίας. Αφού κανόνισα τα τυπικά με την Υπηρεσία, πήρα την άδεια που ήθελα και καβάλησα το αυτοκίνητο. Το απόγευμα ήμουν στο ξενοδοχείο. Ταχτοποιήθηκα, έκανα ένα μπάνιο, αλλά πριν προλάβω να ντυθώ, άκουσα χτυπήματα στην πόρτα. Πήγα ν΄ ανοίξω και καθώς νόμισα ότι ήταν κάποιος του ξενοδοχείου δεν φόραγα παρά μόνο το μπουρνούζι μου, από τη μέση και κάτω. Ανοίγοντας όμως είδα τη Λουκία.

Είχα κάμποσο καιρό να τη δώ και αμέσως μου έκανε εντύπωση για δυο λόγους: πρώτον ήταν πολύ κομψά ντυμένη, με μαλλί και νύχι στην εντέλεια, και θα έλεγα ότι γενικά ήταν πολύ επιθυμητή και ότι είχε φτιαχτεί, όχι τόσο για να μου πει το πρόβλημά της, αλλά απλά και μόνο για να πηδηχτεί μαζί μου. Ο δεύτερος λόγος ήταν τα κατάμαυρα σχεδόν μάτια της. Ήταν δηλαδή μαύρα όχι τόσο από τη μάσκαρα, όσο από το κλάμα. Με το που με είδε έπεσε απάνω μου και είναι αλήθεια ότι ένιωσα το κορμί της πολύ περισσότερο απ΄ ότι θα έπρεπε για παντρεμένη γυναίκα, και σε περιοχές μου που σίγουρα δεν θα ταίριαζε για την ώρα.

Εδώ ίσως θα πρέπει να αναφέρω ότι η Λουκία μπορεί να μην ήταν όμορφη με την κοινά παραδεκτή έννοια, αλλά ήταν κάπως στρουμπουλή και σίγουρα όχι χοντρή. Εννοώ ότι γενικά τα έχει όλα της κάπως πιο… πιο μεγάλα από το φυσιολογικό: τα χείλια της, τα βυζιά και βέβαια τον κώλο της. Ειδικά δε οι βυζούμπες της θα έλεγα ότι αναμφισβήτητα ήταν ίσως και τεράστιες. Και τη συγκεκριμένη ώρα στο ξενοδοχείο τα δυο βυζιά της κόντεψαν να με πνίξουν, ενώ ένιωσα τις χούφτες της διακριτικά και ίσως λίγο ανυπόμονα να κατεβαίνουν από πίσω μου, λίγο πιο κάτω από τη μέση μου, ίσα – ίσα πάνω από τους μηρούς μου.

Τέλος πάντων αντιπαρήλθα τον πειρασμό και απομακρύνθηκα. Την έβαλα να καθίσει στο κρεβάτι – μέγα λάθος μου αυτό, απαράδεκτο για μένα που έχω τέτοια εμπειρία από γυναίκες! – και της είπα να περιμένει μέχρι να ντυθώ. Πράγματι, άρχισα να ντύνομαι, αλλά κάποια στιγμή γύρισα λίγο το κεφάλι μου και την είδα που με κοίταζε από τον καθρέπτη. Το ότι με γούσταρε ως άντρα από παλιά… το ήξερα. Τώρα η γκόμενα είχε βγάλει τσιγάρο και κάπνιζε. Ήταν τα μακρουλά σλιμ, τα διακριτικά, που έχουν ωραίο άρωμα κι αυτό μ΄ έφτιαχνε ακόμα πιο πολύ. Γιατί είχε και το καταραμένο στυλάκι… πώς να το κάνουμε, βρε αδερφέ!

Εκείνο το απόγευμα φορούσε ένα μαύρο σατέν πουκάμισο, το οποίο όμως είχε αρκετά ανοιχτά κουμπιά σε σημείο που κάποια στιγμή που την πλησίασα είδα ακόμα και το μαύρο της σουτιέν  μέσα στο οποίο ασφυκτιούσαν τα δυο στήθη της. Αν είχαν φωνή θα έλεγαν «αέρα, για το Θεό, θα σκάσουμε εδώ μέσα!» Από κάτω είχε μια σκιστή λαμέ φούστα, μαύρη γόβα στιλέτο, σχεδόν δωδεκάποντη και μυτερή, αλλά και διχτυωτό καλσόν. Στο πρόσωπο πάλι τα σαρκώδη χείλη της ήταν βαμμένα κατακόκκινα στην εντέλεια. Το τσιγάρο της είχε ήδη κοκκινίσει από το κραγιόν της και δεν σας κρύβω ότι από το μυαλό μου πέρασε η ιδέα ότι θα ήθελα να ήμουν τούτη την ώρα στη θέση του τσιγάρου της… έστω για λίγο. Δεν το κρύβω. Έτσι όπως την έβλεπα τώρα φτιαγμένη, είχα φτιαχτεί κι εγώ ως άντρας.

Η Λουκία ρουφούσε τη μύτη της πότε – πότε, αφού ήταν φανερό ότι η κατάσταση, όχι αυτό που έβλεπα, αλλά αυτό που πραγματικά βίωνε, ήταν μάλλον δύσκολη. Με τα πολλά ντύθηκα και βγήκαμε. Πήραμε το αυτοκίνητό μου που το είχα στο παρκινγκ και μου είπε και οδηγήσαμε κάπου εξοχικά, σε ένα απόμακρο μέρος, όπου λειτουργούσε ένα καφέ χαμένο σχεδόν μέσα στο δάσος.

Κάναμε περίπου ένα δεκάλεπτο κι όταν φτάσαμε εκεί, διαπίστωσα ότι ήταν ένα πανέμορφο καφέ-μπαρ τυλιγμένο με ξύλο και τζάμι. Καθίσαμε, κι αφού συνήθισα το περιβάλλον, παραγγείλαμε καφέδες. Τελικά μεταξύ πρώτης και δεύτερης γουλιάς η Λουκία μου είπε, γιατί ήταν αυτό το ξαφνικό.

«Είσαι η μόνη μου ελπίδα.»

Την κοίταξα περίεργα.

«Δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο. Το σκεφτόμουν δηλαδή από χτες και είπα ότι μόνο εσύ…»

«Στάσου, στάσου. Αν νομίζεις ότι εγώ θα μπορέσω να σε βοηθήσω στα αισθηματικά σου…»

«Στα ποια;» με ρώτησε με μια γκριμάτσα.

«Στα αισθηματικά σου,» επανέλαβα.

«Ποια αισθηματικά μου…δεν σε καταλαβαίνω, Άκη».

«Μα φαντάζομαι ότι για τον άντρα σου με φώναξες και... »

«Τι θες και τον ανακατεύεις τώρα αυτόν;» είπε εκνευρισμένη.

Έσβησε με βία το τσιγάρο της στο μαρμάρινο τασάκι και σταυροχεριάστηκε. Γύρισε προς τα έξω το βλέμμα της. Εγώ έμεινα με την απορία και για λίγα λεπτά δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Μετά γλύκανε πάλι. Με κοίταξε χαμογέλασε, μου ζήτησε συγγνώμη και αμέσως άναψε άλλο τσιγάρο. Ομολογώ ότι ήταν το λιγότερο νευρική, για να μην πω νευριασμένη.

«Μα για το βλάχο δεν με φώναξες;» ρώτησα και την μιμήθηκα ως προς το τσιγάρο.

«Όχι βέβαια!» μου είπε αποστομωτικά.

«Τότε;»

«Κοίτα… με αυτόν τον… δεν ασχολούμαι πια».

«Δηλαδή;»

«Ε μα…το πήρα απόφαση».

«Ποιο πράγμα;»

«Στην παραμικρή αφορμή θα του κάνω μήνυση και θα τον χωρίσω».

«Πώς κι έτσι;»

«Τον έχω χασμένο τον αρκουδιάρη!» είπε απαξιωτικά.

Αυτά βέβαια τα είχα ακούσει πολλές φορές και στο παρελθόν από το τηλέφωνο, γι΄ αυτό και δεν έδωσα πολύ βάση στα λόγια της. Η Λουκία ήταν καλή στη δουλειά της, αλλά στα προσωπικά της… ήταν σκέτη μούφα. Εννοώ μόνο λόγια. Έλεγε «θα…θα….θα….» και σπάνια ενεργούσε. Αλλά εξακολουθώ. Όταν κατάλαβα ότι το θέμα για το οποίο ήταν αναστατωμένη και για το οποίο με είχε ξεσηκώσει δεν αφορούσε την προσωπική της ζωή, παραξενεύτηκα ακόμα περισσότερο. Τι να με θέλει η γκόμενα, σκέφτηκα. Κάτι πράγματι το θέμα ήταν πολύ πιο σοβαρό. Μου το ξεφούρνισε αμέσως:

«Είναι θέμα ζωής και θανάτου».

«Είναι σχέση με τη μάνα σου ;»

«Όχι».

«Ε τότε, τι ζωής και θανάτου μου λες;»

«Είναι μια… ληστεία».

«Ληστεία;» ρώτησα με απορία.

«Ναι… έγινε μια ληστεία..και γι΄ αυτό σε κουβάλησα άρον – άρον».

«Για εξηγήσου καλύτερα,» είπα και τράβηξα μια ρουφηξιά από το τσιγάρο μου.

«Έγινε μια ληστεία… εννοώ  στο μουσείο που δουλεύω».

«Εδώ;»

«Ναι... κι έχω πελαγώσει».

«Μα για στάσου, είσαι σίγουρη;»

«Απολύτως!»

«Πώς… μα εγώ δεν άκουσα τίποτα στις ειδήσεις».

«Ούτε και πρόκειται… τουλάχιστον ακόμα.»

«Γιατί;»

«Προσπαθώ να το καλύψω».

«Και τι σου έκλεψαν;» ρώτησα με ενδιαφέρον.

«Μας έκλεψαν ένα Ντέλλα Ρος».

«Τι είναι αυτό το… “Ντέλλα Ρο” το είπες;»

«Ένα Ντέλλα Ρος,» μου επανέλαβε ξεκάθαρα. «Θα σου εξηγήσω…»

Πράγματι, την επόμενη ώρα η Λουκία άρχισε να μου εξηγεί την υπόθεση με όλες τις λεπτομέρειες. Για λόγους οικονομίας - γιατί ίσως θα έχετε ιντριγκαριστεί πιο πολύ από τη Λουκία κι έτσι ίσως γυρίσετε τις σελίδες πιο γρήγορα απ΄ ότι συνήθως - θα καταθέσω μόνο την ουσία της υπόθεσης.

Σύμφωνα με τα λεγόμενά της η δουλειά έγινε πιθανόν πριν από δυο μέρες. Αυτό που είχε κλαπεί ήταν ένα μικρό νόμισμα το οποίο είχε κατασκευαστεί επί Όθωνα Ντέλλα Ρος, του πρώτου Φράγκου Δούκα της Αθήνας και της Στερεάς Ελλάδας γενικότερα. Και για να εξηγούμε καλύτερα: όταν το 1204 οι Φράγκοι Σταυροφόροι με τη βοήθεια των Βενετών κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και διέλυσαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ακολούθως προχώρησαν στο διαμελισμό των εδαφών της. Οι Φράγκοι ήταν αμάθητοι από τη θάλασσα και έτσι δέχτηκαν να καταλάβουν τα χερσαία κυρίως εδάφη της αυτοκρατορίας. Και μιας και δεν υπήρχε και της προκοπής Βυζαντινός στρατός στις επαρχίες, αυτό έγινε ακόμα πιο εύκολο.

Λοιπόν ένας από αυτούς τους Φράγκους άρχοντες, ο Όθωνας Ντέλλα Ρος, κατάφερε και πήρε στην εξουσία του ένα μεγάλο κομμάτι της νότιας Ελλάδας που σήμερα αντιστοιχεί περίπου στη Στερεά Ελλάδα και τη βορειοανατολική Πελοπόννησο. Πρωτεύουσα του μικρού του κράτους έγινε η Αθήνα. Φαίνεται ότι τελικά οι ντόπιοι Έλληνες καλοδεχτήκαν τον Φράγκο μιας και είχαν απηυδήσει από την εξουσία της Κωνσταντινούπολης και τους βαρείς της φόρους. Απ΄ την άλλη ήταν και το γεγονός ότι ο Φράγκος αγάπησε την Ελλάδα και έτσι το κράτος του άρχισε να ευημερεί. Αποτέλεσμα τούτων ήταν να κόψει και νομίσματα.

Από εκείνη όμως την εποχή, όπως μου εξήγησε και η Λουκία, έχουν σωθεί ελάχιστα στοιχεία και κατάλοιπα. Και, όπως καταλαβαίνετε, όσο λιγότερα υπάρχουν, τόσο πιο πολύτιμα θεωρούνται τα εναπομείναντα από την αρχαιολογία. Έτσι και τα νομίσματά του Όθωνα Ντέλλα Ρος που σημειωτέον είναι ελάχιστα σήμερα παγκοσμίως, ειδικά τα χρυσά του. Ακόμα κι ένα χρυσό νόμισμα - όπως με διαβεβαίωσε η Λουκία με απόλυτα σοβαρό ύφος - μπορεί να πουληθεί στο λαθρεμπόριο των αρχαίων περισσότερο από δέκα ή και περισσότερα αρχαιοελληνικά νομίσματα, τα οποία κατά κόρον βρίσκονται στην Ελλάδα σε ανασκαφές νόμιμες ή παράνομες.

Ένα τέτοιο χρυσό νόμισμα Ντέλλα Ρος ήταν αυτό που είχε χαθεί ή - κατά τη γνώμη της, πάντα – είχε κλαπεί από το μουσείο στο οποίο ήταν αυτή διευθύντρια. Όταν μετά από μια ώρα τελείωσε τη διήγησή της, εγώ ήμουν πολύ σκεφτικός. Αυτή με κοίταξε, τράβηξε ακόμα μια ρουφηξιά από το δέκατο τσιγάρο της και μου είπε:

«Λοιπόν;»

«Τι λοιπόν;» της είπα.

«Θα με βοηθήσεις;»

«Θα προσπαθήσω».

«Δηλαδή… δεν υπάρχει ελπίδα;»

«Κοίτα…»

«Μα καταστρέφομαι… δεν καταλαβαίνεις;» είπε και μου έπιασε το χέρι.

Μου το έσφιξε είναι αλήθεια κάπως δυνατά. Κατάφερα άνετα να διακρίνω τα καλοφτιαγμένα νύχια της που ήταν βαμμένα κόκκινα της φωτιάς, στην εντέλεια, αλλά και να νιώσω τη ζεστασιά της παλάμης της που αν όχι άμεσα, αλλά τουλάχιστον έμμεσα νομίζω με καλούσε ερωτικά, αλλά εντελώς χυδαία και ξεδιάντροπα. Εγώ τουλάχιστον αυτό ένιωσα και αναγκαστικά να τραβήξω το χέρι μου κάνοντας μια μικρή γκριμάτσα.

«Πάμε τώρα στο μουσείο,» είπα κοφτά και άφησα τα χρήματα για τους καφέδες στο τραπέζι.

«Τώρα; Είναι κλειστά,» με σταμάτησε.

«Ε και;»

«Μα, αν μας δει ο φύλακας θα νομίσει…»

«Και τι μας νοιάζει; Σημαντικότερο είναι να δω από κοντά τον τόπο του εγκλήματος. Και μάλιστα τώρα είναι και η ιδανική ώρα.»

«Γιατί;»

«Για να κάνουμε τη δουλειά μας διακριτικά και χωρίς να μας πάρουν χαμπάρι».

«Επειδή δεν είναι κανένας εκεί;» με ρώτησε και τώρα ήταν η πρώτη φορά που την είδα να χαμογελάει.

Αλλά το χαμόγελό της, ρε παιδιά μάρτυς μου ο Θεός, είχε κάτι το πονηρό… για να μην πω αισχρό. Δεν ξέρω που πήγε το μυαλό της, αλλά εμένα δεν μου άρεσε και τόσο.

«Ακριβώς» της είπα και σηκώθηκα.

Βγαίνοντας με χτύπησε στα ρουθούνια ο καθαρός αέρας σε σημείο που ήταν και ενοχλητικός θα έλεγα. Η βροχή είχε σταματήσει από ώρα κι έξω όλα ήταν υγρά και καθαρά, αντίθετα με το μυαλό μου που πήγαινε σε χίλιες μεριές. Δεν σας κρύβω ότι όλες οι πιθανότητες γύριζαν στο τσερβέλο μου, ακόμα και αυτή της πιθανής ανάμειξης της Λουκίας.

Δηλαδή σκέφτηκα ότι ίσως αυτή είχε κάνει τη δουλειά ή είχε βοηθήσει με τον τρόπο της. Αν, όπως υποστήριζε η γκόμενα, αυτό το νόμισμα άξιζε τόσα πολλά - μάλιστα μου είπε κι ένα πενταψήφιο νούμερο σε ευρώ αρκετά υψηλό! - τότε θα ήταν για αυτήν μια καλή περίπτωση να βγάλει εύκολο χρήμα.

Άσε που, αν δεν έβγαινε και τίποτα από την έρευνα, και αν τελικά δημοσιοποιούνταν η κλοπή και την κατηγορούσαν, αυτή στη χειρότερη περίπτωση θα έχανε τη θέση της με πρόωρη συνταξιοδότηση και κυριολεκτικά τίποτα πιο επιζήμιο, πχ μια φυλακή. Άλλο που δεν ήθελε κι αυτή δηλαδή. Θα είχε κάνει τη μπάζα της και, απ΄ ό,τι ήξερα, η Λουκία δεν ήταν και καμιά γυναίκα υπεράνω χρημάτων. Λοιπόν είχε το κίνητρο να βάλλει χέρι στο Ντέλλα Ρος… καταλαβαίνετε πώς το εννοώ αυτό.

Επιπλέον, ακόμα και να την απέλυαν, ειδικά αυτή δεν υπήρχε και η παραμικρή περίπτωση να πεινάσει ή να μείνει στο δρόμο με την κοινή έννοια του όρου. Σύμφωνα με όσα μου είχε πει και παλαιότερα, από τη μάνα της και τον συχωρεμένο πατέρα της, πρώην διοικητής εφορίας αυτός, είχε ήδη πέντε - έξι διαμερίσματα στην πόλη, από τα οποία όπως καταλαβαίνετε κονόμαγε καλά λεφτά.

Ακόμα τώρα και να τη χώριζε ο αρκουδόγυφτος ο άντρας της μετά από αυτό - με τον οποίο, όπως έλεγε, τα πήγαινε χάλια - λίγο θα την ένοιαζε και πάλι. Θα μπορούσε για παράδειγμα να ανοίξει άνετα μια δική της δουλειά ή ακόμα στη χειρότερη περίπτωση θα μπορούσε να πουλήσει τα διαμερίσματα. Από αυτά στην ξεφτίλα θα έβγαζε πάνω από μισό εκατομμύριο ευρώ. Και τη σήμερον ημέρα στην Ελλάδα της κρίσης και του ΔΝΤ όποιος έχει αποθησαυρίσει τέτοια περιουσία και μάλιστα σε μετρητά, πιστέψτε με, δεν χάνεται με τίποτα!

Πάντως ομολογώ πως σκέφτηκα και το εξής καθώς οδηγούσα προς το μουσείο: εγώ τη Λουκία δεν την είχα για τόσο αποφασισμένη γκόμενα. Το ότι ήταν πονηρή, για να μην πω κουτοπόνηρη, αυτό το είχα διαπιστώσει από πιο παλιά. Ε μα, του κερατά! Μετά από τόσα χρόνια στο εξωτερικό και με τόσες σπουδές, αν δεν έχει ξεπήξει η γκλάβα σου πρέπει να είσαι τουλάχιστον ηλίθιος. Και η Λουκία, σας διαβεβαιώ, το μόνο που δεν είχε επάνω της ήταν η ηλιθιότητα. Μπορεί να ήταν χαρτογιακάς, γλύφτης, υπομονετικός άνθρωπος μέχρι αηδίας, να δεχόταν διάφορα… αλλά ηλίθια δεν ήταν.

Καθώς γυρίζαμε σκέφτηκα και μια τελευταία εκδοχή: ίσως τη δουλειά να την είχε κάνει και κάποιος άλλος μέσα από του μουσείο. Ας πούμε κάποιος υπάλληλος. Γιατί, καθόσον ξέρω – και όπως διαπίστωσα και μετά από λίγο - τα μικρά περιφερειακά μουσεία σπάνια έχουν καλή ασφάλεια. Λοιπόν συχνά, δυο ή και τρεις φορές το χρόνο, ακούγονται διάφορες μικροκλοπές από διάφορα τέτοια μουσεία, για να μην πω για τις μεγαλύτερες, που όμως γίνονται αραιά και πού αυτές οι τελευταίες.

Εννοείται ότι συνήθως ειδικά για τις μικροκλοπές η έρευνα καταλήγει σε αδιέξοδο για διάφορους λόγους: είτε γιατί αυτά που κλέπτονται είναι ασήμαντα, είτε γιατί η αστυνομία δεν ασχολείται περισσότερο, είτε γιατί το υπουργείο δεν θέλει να γίνεται μεγάλος ντόρος και το θάβει το θέμα, είτε γιατί όλοι αναμένουν ότι αργά ή γρήγορα η σχετική διεθνής υπηρεσία που ασχολείται με κλοπές από μουσεία ανακαλύπτει τα χαμένα αντικείμενα σε διάφορες δημοπρασίες του εξωτερικού.

Με τα πολλά και για να μην σας κουράζω με ανούσιες υποθέσεις - γιατί τη συγκεκριμένη ώρα δεν μπορούσα να κάνω τίποτα περισσότερο από τέτοιες - φτάσαμε και στο μουσείο. Εκεί μας υποδέχτηκε ένας κακομούτσουνος φύλακας. Η Λούκια δεν μπήκε καν στο σημείο να μας συστήσει. Του είπε ένα απλό «γεια» και προχωρήσαμε προς την πόρτα που ήταν περίπου δέκα, δεκαπέντε μαρμάρινα σκαλιά πιο ψηλά. Καθώς άνοιγε, εγώ από τη γυαλιστερή τζαμόπορτα είδα το φύλακα να μας κοιτάζει. Προχωρήσαμε στο εσωτερικό και κλείνοντας πίσω μου είδα τον άλλο να μιλάει στο κινητό του τηλέφωνο σε κάποιον και παράλληλα να μας ρίχνει κλεφτές ματιές.

Δεν έδωσα περισσότερη σημασία, καθώς η Λουκία άρχισε να με ξεναγεί στο μουσείο. Ποιο μουσείο δηλαδή… ήταν της κακιάς ώρας και μόνο μουσείο δεν μπορούσες να το πεις. Όπως μου εξήγησε, αυτό ήταν ένα έργο - όνειρο ετών για την πόλη. Και μιας και υπήρχαν και τα λεφτά από ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα, ο δήμαρχος, ο οποίος σημειωτέον ήταν και πρόεδρος του μουσείου, αλλά και πολύ τσαχπίνης και πονηρός, κατάφερε και χώθηκε και πήρε τη χρηματοδότηση. Φάγανε πολύ από αυτό το έργο, αλλά τελικά ολοκληρώθηκε. Αυτό το κτήριο ήταν ένα ακίνητο που είχε ο Δήμος από χρόνια αναξιοποίητο. Λοιπόν, διαμόρφωσαν τις αίθουσες, με τον καιρό μάζεψαν κάποιες συλλογές αρχαίων και σιγά - σιγά με τούτα και με κείνα ολοκληρώθηκε ως μουσείο. 

Μόλις τελείωσα ένα γρήγορο γύρο στο οίκημα κατάλαβα πόσο εύκολο ήταν να κλαπεί ένα οποιοδήποτε μικρό κομμάτι. Και λέω μικρό, γατί μέσα στις αίθουσες και κυρίως σε αυτές του ισογείου υπήρχαν μερικά μεγάλα κομμάτια από μάρμαρο, όπως στήλες, κιονόκρανα κι άλλα τέτοια αρχαία. Αλλά για να επικεντρωθώ και να μην πολυλογώ θα σας αναφέρω τα σχετικά με την αίθουσα που κατά πράγματι είχε γίνει η κλοπή.

Η συγκεκριμένη αίθουσα ήταν στον πρώτο όροφο όπου βρίσκονταν όλα τα μεσαιωνικά ευρήματα της περιοχής εκείνης: σιδερένια όπλα, υπόλοιπα από στολές, όπως κομμάτια θωράκων, επιγονατίδες και κράνη, κάποιες μικρές εγχάρακτες πέτρες από ένα κοντινό μεσαιωνικό κάστρο, και καμιά δεκαριά προθήκες που μέσα είχα διάφορα πράγματα από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων της εποχής. Μια από αυτές ήταν αφιερωμένη στα νομίσματα. Και όπως διάβασα και στον κατάλογο που μου έδωσε η Λουκία, μερικά από αυτά ήταν πολύ σημαντικά.

Στην προθήκη υπήρχαν τουλάχιστον τριάντα νομίσματα τοποθετημένα κάτω από το τζάμι το οποίο ήταν και η μοναδική ασφάλεια, τρόπος του λέγειν, της προθήκης. Το τζάμι έκλινε πάνω στο ξύλινο πλαίσιο με μια απλή κλειδαριά-λουκέτο και αυτό βέβαια δεν αποτελούσε όπως φαίνεται καμιά δυσκολία, για να παραβιαστεί από τον οποιονδήποτε κλέφτη. Αφού για λίγη ώρα τάισα καλά την περιέργεια μου στα άλλα νομίσματα, αποφάσισα να ασχοληθώ και με την κλοπή.

Κατ΄ αρχήν αυτό που με ενδιέφερε ήταν να διαπιστώσω τα γενικότερα μέτρα ασφαλείας του δωματίου. Γιατί για τις προθήκες, όπως αυτή της κλοπής, δεν υπήρχε καμιά άλλη ασφάλεια πέρα από την απλή κλειδαριά με το λουκέτο που άνετα θα μπορούσε να βρει κανείς και σε ένα περίπτερο. Άρα ήταν και πολύ εύκολο σχεδόν για τον καθένα να παραβιαστεί ακόμα και με μια παραμάνα, πόσο μάλλον για έναν έμπειρο κλέφτη. Κοίταξα λοιπόν ολόγυρα στο δωμάτιο και διαπίστωσα ότι δεν υπήρχαν ούτε κάμερες ούτε κάτι άλλο που θα μπορούσε να βοηθήσει στην εξεύρεση του κλέφτη.

Ακόμα και τα παράθυρα - αν και ήταν τελευταίου τύπου με διπλά τζάμια και καθώς τα δοκίμασα λειτουργούσαν άψογα - δεν θα αποτελούσαν εμπόδιο για κάποιον που ήθελε να διαφύγει από εκεί. Αφενός δεν είχαν ειδικές αντικλεπτικές κλειδαριές και αφετέρου ούτε και κάγκελα υπήρχαν απ΄ έξω. Άσε που το ύψος του παραθύρου από το έδαφος δεν ήταν πάνω από τρία… το πολύ τέσσερα μέτρα. Δεν διαπίστωσα δε το παραμικρό ίχνος φθοράς σε αυτά.  Μετά στράφηκα πιο πολύ στις άλλες προθήκες εκεί γύρω, αλλά και πάλι δεν είδα κάτι που θα μπορούσε να βοηθήσει. Ασχολήθηκα λίγο ακόμα με το δωμάτιο και τέλος βγήκα έξω.

Είδα τη Λουκία να κάθεται σταυροπόδι πάνω σ΄ ένα γραφείο που ήταν εκεί απ΄ έξω. Το μάτι μου έπεσε στα όμορφα και καλοσχηματισμένα πόδια της που ήταν επενδυμένα με το ψιλό δικτυωτό καλσόν και κατέληγαν στις μαύρες γυαλιστερές της γόβες στιλέτο. Αμέσως από το μυαλό μου πέρασε μια φευγαλέα σκηνή, σαν να έβλεπα τσόντα: δηλαδή να την έχω ξαπλώσει επάνω στο γραφείο, να τις έχω πετάξει τις βυζάρες της έξω κι εκείνη να με έχει μέσα στα μπούτια της. Τα πόδια της να είναι ψηλά στον αέρα, να βογκάει λάγνα και να πηδιόμαστε άγρια έχοντας αφήσει αμολητά και αχαλίνωτα όλα τα ζωώδη ένστικτά μας να μας τραβολογούν όπου αυτά ήθελαν. Με άναβε η πουτ… - συγγνώμη - και το ήξερε.

Μάλιστα μου έριξε και ένα περίεργο βλέμμα και χαμογέλασε προκλητικά. Η φούστα της είχε ανέβει σχεδόν μια παλάμη πάνω από το γόνατο, σημάδι ότι η γκόμενα ήταν, τουλάχιστον στο μυαλό μου, έτοιμη για πήδημα. Ή, αν θέλετε, πίστευα ότι εκείνη ακριβώς την ώρα μέσα στο μισοσκόταδο είχε λίγες ή καθόλου ηθικές αναστολές… ό,τι και αν σημαίνει αυτό.

Δεν της μίλησα κι έριξα μια γρήγορη ματιά στη μορφολογία του χώρου. Ήμασταν στον πρώτο και μοναδικό όροφο του οικήματος. Γύρω μας υπήρχαν τέσσερεις πόρτες. Όπως διαπίστωσα από το σχετικό σηματάκι η μια οδηγούσε στην τουαλέτα. Την τίμησα μ΄ ένα καλό κατούρημα, γιατί από την ώρα που φύγαμε από την καφετερία δεν είχα πάει προς νερού μου και τώρα η φούσκα μου πιεζόταν αφόρητα. Οι άλλες τρεις πόρτες οδηγούσαν σε αντίστοιχες αίθουσες του μουσείου.

Αφού επισκέφτηκα κι αυτές τις αίθουσες, περισσότερο για να διαπιστώσω ακόμα μια φορά τα ανύπαρκτα μέτρα ασφαλείας παρά για να δω τα εκθέματα, αποφάσισα να κατέβω και στο ισόγειο. Εκεί υπήρχαν άλλες δυο αίθουσες, σαφώς πιο μεγάλες από τις προηγούμενες του ορόφου. Είδα τα διάφορα εκθέματα που ήταν πολύ βαριά, δηλαδή κιονόκρανα, αρχαίες στήλες κι άλλα τέτοια μαρμάρινα και πέτρινα αντικείμενα, κι έτσι μάλλον αυτά δεν υπάρχει περίπτωση να μετακινηθούν παρά μόνο με γερανό, σκέφτηκα καθώς ολοκλήρωνα κι εκεί το σύντομο γύρο μου.

Μετά ανέβηκα πάλι στον άνω όροφο που ήταν ακόμα η Λουκία. Δεν την είδα όμως στο γραφείο και παραξενεύτηκα. Τότε άκουσα το καζανάκι από την τουαλέτα και πλησίασα στην πόρτα για μια στιγμή. Αλλά καθώς έκανα να φύγω, την άκουσα να μιλάει στο τηλέφωνο. Μάλιστα μίλαγε κάπως πιο δυνατά, γιατί προφανώς το καζανάκι την εμπόδισε να ακούει, ενώ έτρεχε και το νερό του νιπτήρα που έπλενε τα χέρια της. Αποτέλεσμα ήταν να μην με πάρει καθόλου χαμπάρι απ΄ έξω κι έτσι εγώ μπόρεσα άνετα σχεδόν να ακούω τι έλεγε. Και έλεγε περίπου τα εξής:

«Ναι… εδώ είμαι… δεν ξέρω, μωρή… ήρθε ο άνθρωπός μου…. τι να σου πω, ακόμα δεν ξέρω τίποτα… θα δούμε καλή μου, αλλά δεν νομίζω… όχι… όχι σου λέω. Κοίτα… ακόμα δεν είναι τίποτα σίγουρο. Ε μα αν δεν βρεθεί… ας μη βρεθεί ποτέ…. χέστηκα… εγώ πάντως δεν ξέρω τίποτα!» – αυτό το τελευταίο σαν να μου φάνηκε μάλιστα ότι το είπε και με κάποιο αδιάφορο ή και ειρωνικό τρόπο… - «Τι να φοβάμαι, ρε… λοιπόν κλίνω και θα σε πάρω, όταν έχω νέα…».

 Απομακρύνθηκα από την πόρτα καθώς άκουσα το νερό να σταματάει. Πήγα απέναντι, στην αίθουσα της κλοπής, και προσποιήθηκα ότι έβλεπα πάλι την προθήκη. Ενώ το έκανα αυτό, σκεφτόμουν ωστόσο όσα είχα ακούσει. Και πράγματι αυτά ήταν τουλάχιστον περίεργα και δεν συμβιβάζονταν με το στυλ που είχε προσπαθήσει να μου περάσει η Λουκία, δηλαδή αυτό της βαρυπενθούσας συντετριμμένης χήρας.
Τότε όμως τυχαία πρόσεξα κάτι στην προθήκη που δεν το είχε δει πιο πριν.

.............................................................

 

No comments:

Post a Comment